ακροπατώ

ακροπατώ
(-άω)
1. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών
2. παραπατώ, σκοντάφτω
3. περπατώ αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + πατώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακροπατώ — ησα, περπατώ στα δάχτυλα των ποδιών, αθόρυβα: Ακροπατώντας έφτασε σχεδόν δίπλα τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”